- ακατέργαστος
- -η, -ο (Α ἀκατέργαστος, -ον) [κατεργάζομαι]αυτός που δεν είναι κατεργασμένος, ο αδούλευτος ή ο άμορφοςνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει την απαραίτητη μόρφωση, ο αμόρφωτος2. ο άξεστος στους τρόπουςαρχ.ο ακαλλιέργητος«ἀκατέργαστος γῆ»2. αχώνευτος, άπεπτος«ἀκατέργαστος τροφή» (Αριστοτ. Περί ζώων μορ. 2, 3, 9)3. ο δύσπεπτος (Γαλην. 6, 484).
Dictionary of Greek. 2013.